- τιννύω
- (→ἀποτιννύω,,)
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
τίνυμαι — ΜΑ και τίννυμαι και τείνυμαι και μτγν. ενεργ. τ. τιννύω Α τιμωρώ («τίνυται ὅστις ἁμάρτῃ», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. παίρνω εκδίκηση, εκδικούμαι για κάτι 2. επιβάλλω ως ποινή, ως τιμωρία («δὶς τόσα τίνυσθαι», Ησίοδ.) 3. (με καλή σημ.) ανταποδίδω 4. (το… … Dictionary of Greek
τίννυμαι — και μτγν. ενεργ. τ. τιννύω Α βλ. τίνυμαι … Dictionary of Greek